Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Σύμβαση Ασφάλισης !



Στην ιδιωτική ασφάλιση, η ασφαλιστική σχέση βασίζεται πάντοτε σε σύμβαση.
Χωρίς σύμβαση ασφάλιση δεν υπάρχει.

Η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται από τη στιγμή που θα επέλθει συμφωνία στα ουσιώδη – συστατικά – στοιχεία αυτής που προβλέπονται από το νόμο, χωρίς να απαιτείται έγγραφο για τη σύστασή της.
Απαιτείται όμως έγγραφο προς απόδειξή της και αυτό είναι το ασφαλιστήριο. Έχει λοιπόν αυτό αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα.

Το ασφαλιστήριο πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης που προβλέπει ο νόμος:
α) 
Τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου αν αυτός είναι
διαφορετικό πρόσωπο,
β)
 την διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης,
γ)
 το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται από την επέλευση του κινδύνου – ασφαλιστικοί κίνδυνοι,
δ)
 το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας – ασφαλιστικό ποσό,
ε)
 τις τυχόν εξαιρέσεις της κάλυψης,
ζ)
 το ασφάλιστρο και
στ)
 το εφαρμοστέο δίκαιο, εάν αυτό δεν είναι το ελληνικό.

Επίσης πρέπει να αναγράφεται ο τόπος και χρόνος έκδοσής του.
Εκτός από τα ανωτέρω υποχρεωτικά στοιχεία το ασφαλιστήριο περιέχει και τους γενικούς ή ειδικούς όρους ασφάλισης που ο νόμος αποκαλεί ασφαλιστικούς όρους.

Από τις διατάξεις του νόμου 2496/97 προκύπτει διαφοροποίηση νομική μεταξύ ασφαλιστηρίου και ασφαλιστικών όρων.
Ως ασφαλιστήριο εννοείται το τμήμα εκείνο όπου αναγράφονται τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης. Στο τμήμα επομένως αυτό αναγράφονται και όροι που είναι προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ ασφαλιστικής εταιρείας – ασφαλισμένου ειδικά για τη συγκεκριμένη ασφάλιση.
Η διαφορά των ειδικών από τους γενικούς όρους είναι,
αν και αυτοί είναι διατυπωμένοι όπως οι γενικοί, ρυθμίζουν μια ειδικότερη περίπτωση ή μια ειδικότερη κάλυψη ή μερικές φορές αποτελούν τροποποιήσεις των γενικών όρων.
Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές που προέκυψαν από το νόμο 2496/97 σε σχέση με την προϊσχύουσα νομοθεσία στη σύνταξη των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ήταν ότι στο τμήμα των εξατομικευμένων στοιχείων – δηλαδή στις πρώτες σελίδες και όχι πλέον στα παραρτήματα έπρεπε εφεξής να αναγράφονται και οι εξαιρέσεις από την κάλυψη.

Σε περίπτωση παράλειψης της αναφοράς των εξαιρέσεων στο ασφαλιστήριο με την ανωτέρω έννοια – πρώτες σελίδες, οι συνέπειες είναι πολύ σοβαρές καθόσον μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτές δεν ισχύουν έναντι του ασφαλισμένου, οπότε θα ισχύουν μόνο οι ελάχιστες προβλεπόμενες εκ του νόμου.
Στο ασφαλιστήριο θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται μνεία, ότι η σύμβαση διέπεται από γενικούς ή ειδικούς όρους.
Όσον αφορά τους ασφαλιστικούς όρους – γενικούς ή ειδικούς, ο νόμος, ρητά προβλέπει (αρ. 2 παρ. 8 ν.2496/97) ότι πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια και ευδιάκριτα στοιχεία και να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου.
Επίσης, για να είναι έγκυροι θα πρέπει να μην είναι καταχρηστικοί.
Το ζήτημα των καταχρηστικών όρων ρυθμίζει ο ν.2251/94 για την προστασία του καταναλωτή.

Η ασφαλιστική εταιρεία – ή ο διαμεσολαβητής ασφαλιστικός σύμβουλος ή ασφαλιστικός πράκτορας έχει την υποχρέωση να παραδώσει στον λήπτη της ασφάλισης – ασφαλιζόμενο, εφόσον το ζητήσει, αντίγραφα των στοιχείων και επεξηγήσεων που τυχόν έδωσε στον ασφαλιστή καθώς και του ασφαλιστηρίου αν αυτό χάθηκε.

ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

1. Ασφαλιστική Εταιρεία – Ασφαλιστικός Σύμβουλος – Ασφαλιστικός Πράκτορας – Ασφαλιστής !

Ασφαλιστής είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει να καλύπτει τον κίνδυνο.
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία – αρ. 3 α παρ. 7 του ν.δ/τος 400/70, όπως ισχύει, η λέξη «ασφαλιστής» δηλώνει αποκλειστικά την ασφαλιστική επιχείρηση που λειτουργεί στην Ελλάδα.
Η παρ’ οιουδήποτε άλλου μάλιστα καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρησιμοποίησή της απαγορεύεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ανωτέρω ν.δ/τος 400/7Θ, η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει υποχρεωτικά να έχει τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και να ασχολείται αποκλειστικά με ασφαλιστικές εργασίες.
Στην πράξη συνηθίζεται η χρήση του όρου «ασφαλιστής» από τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικές ασφαλιστικές εργασίες σε ασφαλιστική επιχείρηση οπότε γίνεται λόγος για χρήση του όρου με την «ευρεία» έννοια.
Παρ’ ότι το ίδιο συνηθίζεται κι από τον ασφαλιστικό σύμβουλο του ν. 1569/85, αυτό δεν είναι σωστό.
Σύμφωνα πάντως με τη νομοθεσία, ως ασφαλιστής εννοείται μόνον η ασφαλιστική επιχείρηση.

2.α. Λήπτης της ασφάλισης – Αντισυμβαλλόμενος

Έτσι πρώτα από όλα σε κάθε ασφαλιστική σύμβαση υπάρχει ένας αντισυμβαλλόμενος της ασφαλιστικής εταιρείας.
Στο άρθρο 1 του ν. 2496/97 ο νόμος τον ονομάζει λήπτη της ασφάλισης ακολουθώντας την αντίστοιχη ορολογία ξένων νομοθεσιών – policyholder - preneur d’assurance.
Είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή και αναλαμβάνει βασικά την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίστρου.
Γ ενικά τον βαρύνουν και όλες οι άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση εκτός από εκείνες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν παρά μόνον από τον ασφαλισμένο – αρ. 9 . 2496/97.
Ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να είναι συγχρόνως και ασφαλισμένος και δικαιούχος.
Οι τρεις όμως αυτές ιδιότητες – έννοιες δεν είναι ίδιες !

2.β. Ασφαλισμένος
Είναι το πρόσωπο που πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου.
Έτσι, στην ασφάλιση ζημιών, είναι το πρόσωπο που έχει συμφέρον για τη διατήρηση του πράγματος – ο κύριος ή ενοικιαστής του σπιτιού, ή ο εν γένει ζημιωμένος, από τη δημιουργία χρεών στην περιουσία του.
Ο κάτοχος του αυτοκινήτου, στην ασφάλιση αστικής ευθύνης αυτοκινήτου, ή ο παθόν – ασθενής στην ασφάλιση ιατροφαρμακευτικής κάλυψης – Νοσοκομειακής ή εξωνοσοκομειακής περίθαλψης.
Συνήθως, στην Ασφάλεια του Κλάδου Ζωής ασφαλισμένος είναι το πρόσωπο που κινδυνεύει από την πραγματοποίηση του κινδύνου – να αρρωστήσει, να πάθει ατύχημα κλ.. Σε κάθε περιπτώσεις λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος μπορεί να συμπίπτουν, αλλά μπορεί όμως να είναι διαφορετικά πρόσωπα – να ασφαλίζουν οι γονείς ή το αυτοκίνητο, το σπίτι ή την υγεία του παιδιού τους.

2.γ. Δικαιούχος του ασφαλίσματος
Δικαιούχος είναι το πρόσωπο που έχει το δικαίωμα να λάβει το
ασφάλισμα.
Στις ασφαλίσεις ζημιών, ο ασφαλισμένος – το πρόσωπο που έπαθε τη ζημιά, είναι και δικαιούχος.
Μπορεί όμως και εδώ να είναι διαφορετικά, όπως στην περίπτωση του ενυπόθηκου δανειστή που συνήθως είναι Τράπεζα, οπότε δικαιούχος είναι η Τράπεζα, ή στην περίπτωση του ενοικιαστή μια επιχείρησης ή ακινήτου, που ορίζεται ο ιδιοκτήτης.
Στην Ασφάλεια του Κλάδου Ζωής, ασφαλισμένος και δικαιούχος είναι συχνά διαφορετικά πρόσωπα.
Αυτό συμβαίνει στην ασφάλιση ζωής και μάλιστα, όπου ο λήπτης της ασφάλισης ή ασφαλισμένος, μπορεί να ορίσει τρίτο πρόσωπο, δικαιούχο του ασφαλίσματος, σε περίπτωση θανάτου.
Ο προσδιορισμός δικαιούχου έχει σημασία γιατί μόνον αυτός νομιμοποιείται να ζητήσει την πληρωμή ασφαλίσματος.
Στις ασφαλίσεις ζωής, ο ορισμός δικαιούχου γίνεται με γραπτή δήλωση του λήπτη της
ασφάλισης, η οποία είναι ελεύθερα ανακλητή



Γράφει ο Αντώνης Λουκόπουλος 

Δημοφιλή Άρθρα